- κανθήλιος
- κανθήλιος, ὁ (Α) [κανθήλιον]1. φορτηγὸς όνος, γαϊδούρι που χρησιμοποιείται για μεταφορές2. ως επίθ. μτφ. μωρός, βλάκας.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κανθήλιος — pack ass masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κανθηλίους — κανθήλιος pack ass masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κανθήλιε — κανθήλιος pack ass masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κανθήλιοι — κανθήλιος pack ass masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
шкандары — мн. нижние столбы фундамента , смол. (Добровольский1). Заимств. через польск. sztandar стояк, опорная балка из поздне д. в. н. stantar стояк (Брюкнер 555). Меньше подходит в качестве источника ит. cantiere стапель, штабель из ср. лат. canthērius… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
κάνθων — κάνθων, ὁ (Α) 1. φορτηγός όνος, γαϊδούρι που χρησιμοποιείται για μεταφορές, κανθήλιος* 2. (στον Αριστοφ.) λογοπαικτικώς αντί κάνθαρος, σκαθάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. κανθήλιο και κανθός] … Dictionary of Greek
κανθηλίοις — κανθήλια panniers neut dat pl κανθήλιον panniers neut dat pl κανθήλιος pack ass masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κανθηλίου — κανθήλιον panniers neut gen sg κανθήλιος pack ass masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κανθηλίων — κανθήλια panniers neut gen pl κανθήλιον panniers neut gen pl κανθήλιος pack ass masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κανθήλιον — panniers neut nom/voc/acc sg κανθήλιος pack ass masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)